- εμπεδώνω
- [-ώ (ο)] μετ. укреплять, упрочивать, закреплять; обеспечивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπεδώνω — εμπεδώνω, εμπέδωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εμπεδώνω — και εμπεδώ ( όω) (AM ἐμπεδῶ, όω) 1. στηρίζω σε στερεό έδαφος 2. στερεώνω, καθιστώ κάτι βέβαιο και ασφαλές («εμπεδώνω τις γνώσεις», «εμπεδώνω τη συνθήκη», «ἐμπεδῶ τὰς συνθήκας») 3. επιβεβαιώνω, επικυρώνω (όρκους, σπονδές, υποσχέσεις κ.λπ.) … Dictionary of Greek
εμπεδώνω — εμπέδωσα, εμπεδώθηκα, εμπεδωμένος, μτβ., κάνω κάτι σταθερό, στερεώνω, εδραιώνω, ασφαλίζω: Η ειρήνη δεν εμπεδώθηκε καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατεμπεδώ — κατεμπεδῶ, όω (Μ) επιτ. τ. τού εμπεδώ (βλ. εμπεδώνω) … Dictionary of Greek
μεταμανθάνω — (Α) 1. μαθαίνω κάτι νέο εγκαταλείποντας αυτό που γνώριζα προηγουμένως («τὸ Ἀττικὸν ἔθνος ἐὸν Πελασγικὸν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν κατέμαθε», Ηρόδ.) 2. αποκτώ γνώσεις («καταμανθάνουσα δ ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιά», Αισχύλ.) 3.… … Dictionary of Greek